Σατιρική Επιθεώρηση

Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Γεώργιος Μαυρογένης γεννήθηκε στη Λεμεσό το Μάρτη του 1928. Από τα μαθητικά του χρόνια αποκάλυψε ένα σπάνιο ζωγραφικό ταλέντο. Μαθητής ακόμα στη Β’Αστική Σχολή Λεµεσού, εντυπωσιάζει τους δασκάλους του, οι οποίοι συχνά του ζητούν να τους φτιάξει τα πορτραίτα τους. Καθοριστική επίδραση πάνω στο νεαρό Μαυρογένη άσκησε ένας άλλος Λεµεσιανός καλλιτέχνης, ο Γεώργιος Φασουλιώτης. Στην αρχή τον παρακολουθούσε να δουλεύει στο ατελιέ του ενώ αργότερα υπήρξε καθηγητής του στις πρώτες τάξεις του Γυµνασίου Λεµεσού. Επίσης, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής από τον αλησμόνητο Λεµεσιανό ζωγράφο, ο οποίος τα απογεύματα παράδινε δωρεάν ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής σε εξαιρετικά ταλέντα.

Ως επιθεωρητής του Δημόσιου Κήπου υπήρξε, ίσως, ο βασικότερος συντελεστής της δημιουργίας της πιο χαρακτηριστικής γωνιάς της Λεμεσού. Ο θάνατος του πατέρα του, όταν ακόμα ο Μαυρογένης ήταν στην πέμπτη τάξη του Γυµνασίου, εξανεμίζει κάθε ελπίδα για σπουδές στο εξωτερικό. Με την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο, ο Μαυρογένης ρίχνεται στη σκληρή βιοπάλη. Καθώς ήταν παιδί µιας οχταµελούς οικογένειας, οι πιθανότητες για άλλη διέξοδο ήταν ελάχιστες. Αρχικά εργάζεται ως υπάλληλος στο Δήµο Λεµεσού για να δηµιουργήσει αργότερα το δικό του ατελιέ, κάνοντας διάκοσµους θεάτρων ή άλλων χώρων την περίοδο του καρναβαλιού, σκηνικά, αλλά και ταμπέλες και διαφημίσεις. Οι καρναβαλίστικοι διάκοσµοι του Γιορδαµλή, του Ελλάς, του Ρεκάλ (κινηµατογράφοι της Λεµεσού) αποτελούν µια πτυχή της δουλειάς του σε αυτό τον τοµέα. Όµως κρατά πεισµατικά ανοιχτό το παράθυρο προς το όνειρο. Ζωγραφίζει διαρκώς, αναζητεί, ψάχνει, πειραµατίζεται, κάνει ατοµικές εκθέσεις. Ταυτόχρονα, εκδηλώνει ένα έντονο πνεύµα ανεξάρτητης αντιµετώπισης της ζωής, δε συμβιβάζεται, έστω και αν αυτό θα σήµαινε κάποιες οικονοµικές περιπέτειες για το νεαρό ζωγράφο, δεδομένης της οικονοµικής αστάθειας και της ανεργίας που βιώνει η Κύπρος στα µεταπολεµικά χρόνια. Σταθµός σε αυτή την περίοδο στάθηκε η πρώτη σκηνογραφική δουλειά του. Ο αείµνηστος Σόλωνας Μιχαηλίδης, που τάραξε όσο κανένας άλλος τα λιµνάζοντα µουσικά νερά της Κύπρου, ανεβάζει µε τον Άρη Λεµεσού την όπερα Διδώ και Αινείας. Παρότι τα σκηνικά παρουσίαζαν μεγάλη δυσκολία, ανατέθηκαν στο νεαρό ζωγράφο με αποτέλεσμα να εκπλήξει ολόκληρο το µουσικόφιλο κοινό της Κύπρου.

Το 1951, ο Μαυρογένης φεύγει για το Λονδίνο θέλοντας να ξανοιχτεί σε ευρύτερους χώρους. Εκεί, εργάζεται σκληρά ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στο Saint John Art School. Επειδή δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει πέτρα, ο δάσκαλος του κ. Bainbridge Copnall, τον οδηγεί σε μια βοµβαρδισµένη περιοχή όπου βρήκαν ένα κοµµάτι πέτρα του Πόρτλαντ. Σε αυτήν ο Μαυρογένης σµιλεύει τη φιγούρα ενός Έλληνα Κούρου. Η φιγούρα, αφού έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή Επιλογής του Διεθνούς Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών παρουσιάστηκε στην έκθεση του στο Λονδίνο έχει αγοραστεί από το λόρδο Fairhaven για εκατό στερλίνες. Μια αγγλική εφηµερίδα στεγάζει την είδηση κάτω από τον τίτλο: «Η πέτρα της µοίρας του». Η ζωή στο Λονδίνο είναι δύσκολη - τη µέρα δουλειά και τη νύχτα µελέτη. Επιστρέφοντας στη γενέτειρα του, τη Λεµεσό, έχοντας περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες ζωγραφίζει, ασχολείται με τα θεατρικά δρώμενα της πόλης ενώ ταυτόχρονα η δράση του είναι καθοριστική για την εδραίωση και την επιτυχία των εκδηλώσεων του Καρναβαλιού και της γιορτής του Κρασιού. Επιπλέον, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, µε τη συμβολή του ιδίου και των δασκάλων της πόλης, το Θέατρο του Κουρίου αποκτά µια ζωντανή παρουσία την οποία διατηρεί µέχρι σήµερα. Σε αυτό τον χώρο ύστερα από σχεδόν δυόµισι χιλιάδες χρόνια, δόθηκε παγκύπρια πρεµιέρα, η τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια» «Αγαµέµνων», «Χοϊφόρες», «Ευµενίδες», µε σκηνοθέτη τον αείµνηστο Ανδρέα Χριστοφίδη.